- νευρίτιδα
- Φλεγμονή ενός νευρικού στελέχους που προκαλείται από τραυματισμούς, όπως είναι οι πληγές, οι θλάσεις, οι συμπιέσεις του νεύρου κ.ά.
Όλα τα λοιμώδη νοσήματα (τύφος, ευλογιά, διφθερίτιδα, οξεία ρευματική αρθρίτιδα, ιλαρά, γρίπη, παρωτίτιδα κ.ά.) μπορούν επίσης να προκαλέσουν ν. Εκτός από τις αιτίες αυτές είναι γνωστές και ν. από δηλητηρίαση, που μπορεί να είναι εξωγενούς φύσης, όπως από αλκοόλ, αρσενικό, μόλυβδο ή ενδογενούς, όπως η ουρική αρθρίτιδα, ο διαβήτης, η εγκυμοσύνη, η λοχεία κ.ά. Η συμπτωματολογία ποικίλλει ανάλογα με το νεύρο που προσβάλλεται. Γενικά, υπάρχει κινητική και αισθητική ανεπάρκεια των μυϊκών και δερματικών περιοχών που νευρώνονται από το πάσχον νεύρο, έντονος και συνεχής πόνος κατά τη διαδρομή του ίδιου νεύρου, μυϊκή ατροφία, διαταραχές της ερεθιστικότητας και τελικά ελάττωση ή και εξαφάνιση των αντανακλαστικών.
Η θεραπεία των ν. είναι γενικά αιτιολογική, δηλαδή τείνει να εξαλείψει το ειδικό βλαβερό στοιχείο. Σε όλες τις περιφερειακές ν. είναι σημαντική η χορήγηση του βιταμινικού συμπλέγματος Β, ιδιαίτερα της βιταμίνης Β1 και της βιταμίνης Β12. Μεγάλης αποτελεσματικότητας έχει αποδειχτεί επίσης η φυσιοθεραπεία που έχει σκοπό την αποκατάσταση της νευρικής λειτουργίας.
* * *ηιατρ. βλάβη νεύρου ανεξάρτητα από την αιτιολογία της.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nevrite < νεύρο + κατάλ. -ίτιδα*. Η λ., στον λόγιο τ. νευρῖτις, μαρτυρείται από το 1878 στον Αν. Αναγνωστάκη].
Dictionary of Greek. 2013.